ΠΟΛΗ - ΠΟΝΤΟΣ - ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ Α.Ε.Κ. ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΦΡΙΚΗΣ




..Ονομάζομαι Σοφία Νικολάου. Είμαι από το Ιβρινδί της Μικράς Ασίας... Είχαμε καταφύγει με τον άνδρα μου και τον γιο μας Μανωλάκη, 8 ετών, στον μύλο του Γκιούν-Γκιορκές... Ξαφνικά, φάνηκαν να έρχονται Τούρκοι χωριάτες. Τριγύρισαν τον μύλο βγάζοντας άγριες φωνές... Μετά έσπασαν την πόρτα του μύλου κι όρμησαν επάνω μας... Μπροστά στα μάτια του συγχωρημένου του άνδρα μου και του παιδιού μου με ατίμασαν πολλές φορές. Ύστερα, έσφαξαν το παιδί μου και κομμάτιασαν με τα μαχαίρια τους τον άνδρα μου. Του έβγαλαν τα εντόσθια και μου έδιναν να φάω το κρέας του. Μου φώναζαν πως, αν δεν έτρωγα από το κρέας τον άνδρα μου, θα έσφαζαν κι εμένα. Εκείνη τη ώρα ακούστηκαν πυροβολισμοί. Έριχναν οι ίδιοι οι Τούρκοι για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους ότι έρχεται ο Ελληνικός στρατός... Περνούσε το σύνταγμα του Μπαλούκ-Κεσέρ. Στο άκουσμά του, έτρεξαν να φύγουν. Έτσι σώθηκα ...Είδαν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες τα παθήματά μου και με πήραν μαζί τους...

Χαράλαμπος Τσακίρης...Την 27η Αυγούστου, ευρισκόμενος στην Σμύρνη, άκουσα ότι οι κεμαλικοί είχαν μπει στον Μπουρνόβα, χωριό που απέχει ένα τέταρτο από την Σμύρνη, όπου έσφαζαν τους Χριστιανούς και κατέστρεφαν το παν. Τρομοκρατημένος, πήρα την οικογένεια μου και καταφύ γαμε στην καθολική εκκλησία Σάντα Μαρία. Αργότερα, σκέφθηκα να τρέξω στο σπίτι μου για να πάρω μερικά τρόφιμα, αλλά στο μεταξύ είχαν φθάσει οι κεμαλικοί. Στον δρόμο, είδα πλήθος Χριστιανών να καταφεύγουν έντρομοι στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Αλλά κεμαλικοί μαζί με τσέτες καί πολίτες Τούρκους ορμούσαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαζαν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Πολλοί Χριστιανοί, στην απελπισία τους, πηδούσαν από τα παράθυρα και τους τοίχους. Αλλά κι αν δεν τραυματιζόντουσαν, τους περί μενε η ίδια τύχη. ...Κατόρθωσα να φθάσω μέχρι το σπίτι μου, όπου είχαν καταφύγει κι άλλοι γνωστοί και γείτονες. Οι γυναίκες έκρυψαν τους άνδρες στο υπόγειο. Αλλά όταν μπήκαν οι Τούρκοι, αφού τις λήστεψαν όλες, σκότωσαν δύο γυναίκες και δύο παιδιά και φεύγοντας πήραν μαζί τους τρία νεαρά κορίτσια. Την επομένη, χάρις σ' έναν Τούρκο που δωροδοκήσαμε, δίνοντας πολλά χρήματα και δώρα, μας οδήγησε στην παραλία, αλλά στον δρόμο άλλοι Τούρκοι σκότωσαν τον αδελφό μου Βασίλη, 24 ετών. Όλα όσα γινόντου σαν τα έβλεπαν πολλοί ξένοι, Άγγλοι και Γάλλοι, και Ιταλοί και Αμερικανοί...

Στέλλα Βρεκούση
...Εγκαταλείψαμε το χωριό και καταφύγαμε στην παραλία, στην θέση Οκτσάι. Εκεί κατέφθασαν τσέτες που συνέλαβαν τα ωραιότερα και καλύτερα κορίτσια του χωριού μας, όπως την Κατίνα του Αντωνίου Παπουτσή, 14 ετών, και την αδελφή της Μερσίνα, 17 ετών, την Ελένη Παπουτσή, την Ελένη και Χριστίνα Ψωμά και πολλές άλλες που από την σύγχυση δεν ενθυμούμαι τα ονόματά τους. Τα κορίτσια ριχνόντουσαν στην θάλασσαν να πνιγούν, προτιμώντας τον θάνατον από την ατίμωση, αλλά οι Τούρκοι τις κατεδίωκαν και τις άρπαζαν, ενώ τα δυστυχισμένα πλάσματα έκλαιγαν και σφάδαζαν. Ελήστευον όλους. Τον εκ Μαγνησίας Παπαγεώργη έσυραν από τα γένια μαζί με τα πέντε κορίτσια του, αφού δε του επήραν 500 λίρες τον απήγαγαν με όλη την οικογένεια του, άγνωστον πού.

Λεμονιά Σαντηρηκιάν, Ελληνίς εκ Σμύρνης
.Στις 28 Αυγούστου, έφυγε ξαφνικά ο ελληνικός στρατός. Όλοι οι Τούρκοι, ιδιαίτερα οι προύχοντες, έκαναν κάθε τι για να μας καθησυχάσουν, διαβεβαιώνοντας ότι δεν κινδυνεύουμε. Αλλά την επομένη μπήκαν στην κωμό πολή μας οι τσέτες κι αμέσως άρχισαν την σφαγή. Εμένα με συνέλαβαν, μου πήραν 1.000 λίρες και με έδεσαν σ' ένα δένδρο. Και μπροστά στα μάτια μου πήραν την αδελφή μου Πηνελόπη και την κόρη του Αντωνιάδη, Ελένη, κι αφού τις ντρόπιασαν κατά διαφορετικούς τρόπους τους έκοψαν τους μαστούς. Η σφαγή συνεχιζόταν όταν, γύρω στα μεσάνυχτα, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Ερχότανε ο ελληνικός στρατός. Οι τσέτες αντιστάθηκαν 1-2 ώρες, αλλά αναγκάσθηκαν τελικά να υποχωρήσουν στα βουνά. Είχαν έλθει από την Κρεμαστή Κιρκάσιοτ με αρχηγό τον Δαούτ Εφένδη. Όταν με έλυσαν από το δένδρο, η αδελφή μου και η Ελένη Αντωνιάδου είχαν πεθάνει...

Δημήτριος Χατζή Διαμαντής, εκ Μοσχονησίων
...Την 23η Αυγούστου, πληροφορηθήκαμε ότι στην Σμύρνη είχαν καταπλεύσει πλοία για να μας παραλά­βουν. Φύγαμε σιδηροδρομικώς και μετά δυο ημέρες ήμασταν στην Σμύρνη. Μετά δυο ημέρες κατέφθασε ο κεμαλικός στρατός... Επειδή η πυρκαϊά επεκτείνετο, ο κόσμος είχε συγκε ντρωθεί στην παραλία, ζητώντας προστασία στα πλοία. Αλλά προτεραιότητα είχαν οι υπήκοοι ξένων χωρών, ενώ εμείς μέναμε στο έλεος των κεμαλικών... Πολλοί έπεφταν στην θάλασσα και επειδή δεν τους άφηναν να ανέβουν στα πλοία έμεναν εκεί και πνιγόντουσαν ...Το βράδυ μας πήραν τους μισούς περίπου στον Μπαλτζόβα, όπου ανενόχλητοι πια οι κεμαλικοί στρατιώτες διάλεγαν τις πιο ωραίες κοπέλες κι αφού χόρταιναν όλη την νύχτα τις ασελγείς ορμές τους τις επέστρεφαν το πρωί, αιμόφυρτες, στους γονείς τους...


Ηλίας Βενέζης
Κοντεύαμε σ’ ένα ρέμα. Ακούμε μιαν εξαντλημένη γυναικεία φωνή που καλούσε. Κοιταχτήκαμε μες στα μάτια. Μας τράβηξαν προς τη φωνή. Σε λίγο τη βρήκαμε. Ήταν μια χριστιανή. Τα φουστάνια της ήταν κομμένα, πεταμένα δίπλα, απ’ τη μέση και κάτου σχεδόν γυμνή. Οι δυο γυναίκες που είχαμε μαζί μας τρέξαν κοντά της, μα οι στρατιώτες τις εμπόδισαν. Στέκαμε κάμποσα μέτρα αλάργα, και κοιτάζαμε. Ο αρχηγός του αποσπάσματος τη ρωτούσε να μάθει. Ήταν σε μια προηγούμενη αποστολή. Αυτή ήταν ετοιμόγεννη, απόβαλε, την παράτησαν εκεί να τυραγνιστεί ώσπου να πεθάνει. Πάνου στα χαμόκλαδα πηχτά κομμάτια αίμα γυάλιζαν στον ήλιο σα γιούσουρο. Ο λοχίας έφτυσε με αηδία. Η γυναίκα τραβούσε ένα στρατιώτη απ’ το πανταλόνι, να τη σκοτώσει. Αυτός γύρεψε διαταγή. Του είπαν να μην την πειράξει. Έτσι την αφήσαμε ζωντανή και προχωρήσαμε».


Ελληνοπούλα είμαι ΄γω
απ΄ τη Μικρά Ασία
που είδαν τα ματάκια μου
μεγάλη απελπισία.

Είδα ΄γω Τούρκους με σπαθιά
και Τούρκους με μαχαίρια
που σφάζανε τους Έλληνες
με τα έρημα τους χέρια.
Δεν φτάνανε τα αίματα
που τρέχανε σαν λίμνη
παρά εβάλανε φωτιά
και κάψανε τη Σμύρνη.
Μας κάψανε τα σπίτια μας
και τα νοικοκυριά μας
και τώρα τα θυμόμαστε
και καίγεται η καρδιά μας.
( από τις παιδικές μνήμες της κυρίας Γεωργίας Σπάθα)


απόσπασμα από τίς «Χαμένες Πατρίδες» του Γιάννη Καψή
«Στο Σεβδίκιοϊ
Οι άνδρες του Ζεγγίνη, ανύποπτοι της τραγωδίας, πριν λίγες μέρες, πληροφορούνται, απο ακριτομυθίες, ότι σπεύδουν να παραδοθούν. Είναι κυκλωμένοι – έτσι τουλάχιστον τους λένε – και δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Και το ακμαίο μέχρι τότε ηθικό τους κατακερματίζεται. Μια εμπειροπόλεμη μονάδα μεταβάλλεται ξαφνικά σε μπουλούκι άτακτων. Και το μπουλούκι αυτό περνά απ” το Σεβδίκιοϊ.
Ηταν το Σεβδίκιοϊ μια γωνιά της μικρασιατικής γης ακραιφνώς ελληνική. Οι 17.000 κάτοικοι της ήταν, μέχρις ενός, Έλληνες – και υπέροχοι Έλληνες. Ήταν φημισμένοι για τη πατροπαράδοτη φιλοξενία τους και τα πλούτη τους. Ονομαστοί για τα βαρύτιμα σαλβάρια τους, τα γιορτινά. Τηρούσαν ευλαβικά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όλες τις χριστιανικές γιορτές. Τηρούσαν ακόμη και τις εθνικές γιορτές – γιόρταζαν και την 25η Μαρτίου, χωρίς οι Τούρκοι να τολμούν να τους εμποδίσουν. Γιατί, περισσότερο κι απ” τη φιλοξενία τους, περισσότερο κι απ” τα πλούτη τους, ήταν φημισμένοι για τη παλικαριά τους οι Σεβδικιανοί.
Μόλις έμαθαν, ότι έφθασε ο Στρατός μας, οι Σεβδικιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. Ξεχύθηκαν, όχι για να τους χειροκροτήσουν – να τους εμψυχώσουν προσπάθησαν. – Πού πάτε, βρε παλικάρια; τους φώναξαν. Τους Τούρκους, μωρέ φοβάστε; Ρωτήστε εμάς.
Θύμιζε αρχαία ελληνική τραγωδία η διέλευση των ανδρών του Ζεγκίνη από το Σεβδίκιοϊ – ήταν σπαρακτικό το θέαμα. Περνούσαν με σκυφτό το κεφάλι οι στρατιώτες μας; προσπαθούσαν να κρύψουν την ντροπή τους. Δεν άφηναν πίσω τους μόνο άοπλους χωρικούς, άφηναν και γυναίκες και παιδιά απροστάτευτα στη μανία των Τούρκων. Κι οι λεβεντόκορμες Σεβδικιανές είχαν στηθεί στις αυλόπορτες των σπιτιών τους, κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους, κι είχε το βλέμμα τους κλεισμένη όλη τη περηφάνια της φυλής μας. Καινούργιες Σπαρτιάτισσες, δεν έκλαιγαν, δεν κτυπιόντουσαν. Κοιτούσαν περιφρονητικά αυτούς που έφευγαν.
Κι οι στρατιώτες μας έσκυβαν πιότερο το κεφάλι, πώς να τις αντικρίσουν; – έφευγαν.
- Σταθήτε, παιδιά… Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί…
Πόσοι δεν θάθελαν να μείνουν! Και τη ζωή τους θάδιναν για να μην υποστούν το μαρτύριο του εξευτελισμού. Χρειάζεται, όμως, ατσαλένια νεύρα για να ξεκόψει κανείς από το μπουλούκι. Κι ύστερα, να μείνει, να πολεμήσει, αλλά πού; Πώς θα μπορούσε ν” απαιτήσει κανείς από τ” άμοιρα παλικάρια να μείνουν και να πολεμήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, όταν μια ολόκληρη Στρατιά υποχωρούσε;
- Σταθήτε, παιδιά… Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί…
Κανείς δεν τους άκουγε. Και τότε άρχισαν να τους παρακαλούν:
- Έλληνες, αφήστε μας τουλάχιστον τα όπλα σας. Εμείς δεν φεύγουμε, θα μείνουμε.
Ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, αγκαλιάζει έναν γέρο, που του ζητούσε το πιστόλι του:
- Έλα, γέρο μαζί μας, πάμε στα βαπόρια. Θα σκοτωθήτε εδώ. Έλα…
Αλλ” ο γέρος έχει καρδιά παλικαριού. Μένει ακλόνητος. Κι” ο ανθυπολοχαγός του δίνει το πιστόλι του και, με μια απότομη κίνηση, ξεσχίζει τις επωμίδες του. Τ” άμοιρο παλικάρι ένιωθε ντροπή να τις φορά, όταν άφηνε στους γέρους τη θέση του. Μήπως, όμως, έφταιγε αυτός;
Οι Σεβδικιανοί κάνουν τώρα έρανο – μαζεύουν όπλα. Κάποιος λοχίας, πανύψηλος σαν γίγας, προχωρεί σκυμμένος, κρατώντας το πολυβόλο στον ώμο του. Ένας από τους προεστούς, ένας γέρος με κατάλευκα γένια, τον πλησιάζει και τον σταματά:
- Στάσου, ωρέ παλικάρι. Δώσε μου το πολυβόλο σου. Εσένα δεν σου χρειάζεται πια.
Αλλ” ο λοχίας τον αποπαίρνει:
- Φεύγα από μπροστά μου, γέρο… Αφησε τους παλικαρισμούς…
Και τότε η τραγωδία κορυφώθηκε: Ο γέρο – Σεβδικιανός, προσβεβλημένος από τα λόγια του λοχία, κάνει ένα νεύμα στα παλικάρια του. Και οι νεαροί χωριανοί του, που εκλιπαρούσαν τους στρατιώτες μας, ορμούν εναντίον τους και τους αφοπλίζουν. Τα όπλα σ” αυτούς άξιζαν.
Έγραψαν μια ωραία σελίδα οι Σεβδικιανοί στην Ιστορία της Φυλής μας. Σήμερα, όμως, αναρωτιέται κανείς: “Αξιζε η θυσία τους; Οπλισμένοι με τα όπλα του Στρατού μας, όταν οι Τούρκοι τόλμησαν να μπουν στο χωριό τους, υπέστησαν πανωλεθρία. Μανιασμένος ο Νουρεντίν στέλνει εναντίον τους ιππικό και πυροβόλα. Κι οι Σμυρνιοί, για μια ολόκληρη μέρα, ακούν την οχλοβοή της μάχης του Σεβδίκιοϊ. Δυστυχώς, οι λεπτομέρειες της μάχης εκείνης δεν θα γίνουν γνωστές ποτέ. Κανείς από τους γενναίους Σεβδικιανούς, κανείς απ” αυτούς, που πολέμησαν, δεν έζησε, για να διηγηθεί τι συνέβη. Σκοτώθηκαν, έπεσαν μέχρι του τελευταίου, πολεμώντας για την ελευθερία τους – σφράγισαν με το αίμα τους την ελληνικότητα του χωριού τους.
Την ίδια ώρα, τη στιγμή, που οι Σέβδικιανοί πολεμούσαν, ο Ζεγγίνης πραγματοποιούσε το σκοπό του – παραδινόταν στους Τούρκους μαζί με 23 αξιωματικούς του και 1.000 στρατιώτες. Η παράδοση έγινε σ” ένα προάστειο της Σμύρνης, τον Παράδεισο. Κι αμέσως οι Τούρκοι έσυραν τους αξιωματικούς και πολλούς υπαξιωματικούς στη Μαγνησία. Υπήρχαν εκεί κι άλλοι αξιωματικοί μας αιχμάλωτοι. Και τους έσφαξαν όλους, μέχρις ενός.»