ΠΟΛΗ - ΠΟΝΤΟΣ - ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ Α.Ε.Κ. ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΠΛΑΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΟΤΑΝ ΗΡΘΑΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 1922


Το 1922, ο νεαρός τότε απεσταλμένος της Toronto Star, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, εκλήθη από τον αρχισυντάκτη του, μιας και βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, να καλύψει την ανταλλαγή των πληθυσμών, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Η Μικρασιατική εκστρατεία που ξεκίνησε το 1918 με τους καλύτερους οιωνούς για την Ελλάδα, κατέληξε το 1922 σαν ο χειρότερος εφιάλτης. Ο πλέον μπαρουτοκαπνισμένος και ισχυρός στρατός της Νοτιανατολικής Ευρώπης, έγινε ένα τσούρμο φοβισμένων φαντάρων και ανίκανων – πλην εξαιρέσεων- αξιωματικών.
Ο νεαρός τότε ανταποκριτής είχε συγκλονιστεί από τα βάθη της ψυχής του αφού βίωσε λεπτό προς λεπτό τις θηριωδίες και τις σφαγές. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από την πρώτη του εκδοτική δουλειά , του 1925, “Στην προκυμαία της Σμύρνης” , όπου ο ήρωας του Χέμινγουεϊ, κάποιος αξιωματικός ενός πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ που είναι αγκυροβολημένο στον κόλπο της Σμύρνης αφηγείται : «Το χειρότερο, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία...»
Σε άλλο σημείο της αφήγησης του ο ήρωας του μυθιστορήματος αναφέρει για τις Ελληνίδες μητέρες της Σμύρνης: «Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, [είπε ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. ...».
 Στην ανταπόκριση του για την εφημερίδα στην έκδοση της 20ης Οκτωβρίου του 1922 ο Χέμινγουεϊ που ακολουθεί και καταγράφει τα καραβάνια των χιλιάδων Ελλήνων προς τη Μακεδονία, αναφέρει: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
Σε άλλη του ανταπόκριση στις 14 Νοεμβρίου του 1922 ο Αμερικάνος νεαρός δημοσιογράφος αναφέρει: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη». Και συνεχίζει: «Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.... Ψιχάλιζε. 
Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο»
Αυτά αποτύπωσε με την πένα του ένας από τους κορυφαίους δημοσιογράφους και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Όμως ένα παιχνίδι της μοίρας... ένα σκονισμένο κουτί σε κάποιο κλειστό για χρόνια σεντούκι, αποκάλυψε τη δύναμη της εικόνας...
Το 2008, ο Αρμενικής καταγωγής Ρόμπερτ Νταβιντιάν καθώς έψαχνε τα πράγματα του αγαπημένου του παππού, του Τζώρτζ Μαγκάριαν, ανακάλυψε σε ένα σεντούκι ένα σκονισμένο κλειστό κουτί. Το άνοιξε και μέσα βρήκε ένα φιλμάκι των 35mm που ο παππούς του είχε “τραβήξει” και σκηνοθετήσει το 1922. Στη συνέχεια βρήκε μια παλιά μηχανή προβολής και αφού την έθεσε σε λειτουργία έβαλε να δει τι ακριβώς είχε αποτυπώσει ο παππούς του...
Ο Νταβίντιαν συγκλονίστηκε. Ο παππούς του που γεννήθηκε στο Ικόνιο το 1895 και αργότερα διετέλεσε διευθυντής στην Χριστιανική Οργάνωση Νέων (YMCA) Ικονίου, κατέγραψε σε ένα φιλμάκι 10 λεπτών το δράμα των Ελλήνων προσφύγων. Από την ανέμελη ζωή στη Σμύρνη μέχρι την αθλιότητα των προσφυγικών καταυλισμών στην Αθήνα. Από την υψηλού βιοτικού επιπέδου καθημερινότητα με τις όπερες, με το εμπόριο με τις τράπεζες με τη κεντρική παραλία, τη γεμάτη καταστήματα, πίσω σε μια Ελλάδα που τους αποκαλούσε Τουρκόσπορους...Ποιους; αυτούς που μέσα τους έτρεχε αίμα Ελληνικό. Τους γνήσιους Ίωνες, οι εδώ “ελληνάρες” αποκαλούσαν Τουρκόσπορους και τις Σμυρνιές τις έλεγαν Παστρικιές, επειδή...πλενόντουσαν.
Το βίντεο είναι σπάνιο. Δείτε το δράμα αυτών των ανθρώπων. Δείτε επίσης πως ήταν η Αθήνα το 1922.
Το βίντεο ξεκινάει με την καθημερινότητα στη Σμύρνη με τον γαλλικό δρόμο και τα πολυάριθμα καταστήματα να σφύζουν από ζωή.
Και μετά η καταστροφή, τα καμμένα ερείπια, τα κατεστραμμένα κτίρια, ο ξεριζωμός, το ολοκαύτωμα, οι νεκροί...
Πλάνα από τα πλοία, ο κόσμος ξυπόλητος, τα παιδάκια πεινάνε, οι μητέρες τα σφίγγουν στην αγκαλιά τους. Κλαίνε.
Επόμενο πλάνο: Αθήνα. Δεκάδες παιδιά όρθια περιμένουν ένα πιάτο φαγητό. Ένας χωροφύλακας περνάει μπροστά από την κάμερα. Πλάνο τα ανάκτορα, η σημερινή Βουλή. Ο κόσμος απέξω κατά χιλιάδες περιμένει...
Ένας πρόχειρα στημένος καταυλισμός. Σιδερένιες πόρτες κλειστές. Ο κόσμος θέλει να μπει μέσα. Θέλει να φάει. Στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό.
Προσφυγιά...
Επόμενο πλάνο. Δεκάδες παιδάκια μπροστά από ένα πρόχειρα στημένο σχολείο. Πεινάνε. Δεν κάθονται στην ουρά. Δεν τους ενδιαφέρουν εκείνη την ώρα τα γράμματα. Θέλουν απλά να φάνε. Έχασαν μάνες, πατέρες, αδέλφια... Είναι προσφυγόπουλα, είναι ορφανά.
Στήνονται οι πρώτες σκηνές. Ολόλευκες. Το βράδυ ξεπαγιάζουν και την ημέρα σκάνε. Προσπαθούν να βρουν τους ρυθμούς τους. Μια γιαγιά κάνει μπάνιο το εγγονάκι της.
Φαγητό. Νερόβραστη σούπα. Τα παιδιά πεινάνε. Κάτι είναι και η σούπα. Τουλάχιστον δεν θα πεθάνουν από ασιτία. Μέλη της ΧΑΝ μοιράζουν και ένα κομμάτι ψωμί. Τα πλάνα σου μαυρίζουν την ψυχή. Εκατοντάδες παιδάκια, μανούλες, γιαγιάδες σπρώχνουν για λίγο φαγητό.
Το επόμενο πρωινό μοιράζουν γάλα. Δεκάδες μικρά λεπτά χεράκια υψώνουν στον ουρανό τις τσάσκες που κρατάνε για να τους τις γεμίσουν με γάλα.
Το μεσημέρι ψωμί και σούπα. Γευματίζουν μπροστά στις σκηνές τους. “μοιάζει με πικνικ” γράφει ο Μαγκαριάν “αλλά δεν είναι”
Ο θάνατος... το δράμα. Η ΧΑΝ στήνει υπαίθριες ξύλινες κατασκευές και πάνω κολάει καταλόγους με εκατοντάδες ονόματα αγνοουμένων, νεκρών αλλά και ζωντανών. Όλοι τρέχουν με την ελπίδα να διαβάσουν το όνομα κάποιου δικού τους. Όπως ο Νίκος Αναγνωστόπουλος που βρήκε το όνομα της μικρής του κόρης. Είναι ζωντανή σε άλλο καταυλισμό στη Θεσσαλονίκη. Τώρα μπορεί να βάλει κάτι στο στομάχι του να στυλωθεί , να χορτάσει .
Επόμενο πλάνο. Η ΧΑΝ προσπαθεί να κάνει τα παιδάκια να ξεχάσουν τον εφιάλτη. Διοργανώνει χορούς και παιχνίδια. Επόμενο πλάνο άρρωστα παιδάκια περιμένουν για περίθαλψη μπροστά από ένα πρόχειρα στημένο νοσοκομείο.
Επόμενο πλάνο. Μια κυρία κρατά στα χέρια της ένα δίχρονο παιδάκι που βρήκε παρατημένο στα σκαλιά μιας εκκλησίας στη Σμύρνη, όταν οι Τούρκοι έμπαιναν και έσφαζαν.
Αισιοδοξία. Οι πρόσφυγες είναι μια σπάνια ράτσα. Ικανή. Ικανότερη από πολλούς. Δεν τα παρατάνε. Ξεκινάνε μια νέα ζωή από την αρχή. Χτίζουν σπίτια. Τα νέα τους σπίτια. Στα πλάνα πρέπει να είναι η περιοχή του Νέου Κόσμου.
Όσοι δεν είναι σε καταυλισμό όπως η μητέρα στα πλάνα με τα παιδιά της ζουν σε σιδερένια τόλ.
Στην ουρά για ρούχα. Όλοι έφυγαν από τη Σμύρνη με ότι φορούσαν εκείνη τη στιγμή. Η ΧΑΝ μοιράζει ρούχα.
Ρούχα γεμάτα αίματα, βρωμιά, γεμάτα μυρωδιές από τα καμένα της Σμύρνης...
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ





Πηγή ΛΟΓΙΟΣ ΕΡΜΗΣ
http://www.logiosermis.net/2011/04/1922_30.html#.U2QEfaLDVaB 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

ΠΑΝΩ ΑΠΟ 100.000 ''ΤΟΥΡΚΟΙ'' ΧΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ ΤΟΝ ΚΟΥΔΟΥΝΑ

Τα καραβάκια από το Κάμπατας και το Μπόσταντζι πήγαιναν πέρα δώθε όλη μέρα, κατάφορτα με κόσμο. Αν βρισκόσουν εκεί, σε μία προκυμαία τυχαία, θα αναρωτιόσουν τι γίνεται και που πηγαίνουν όλοι αυτοί; Αν ρώταγες θα απαντούσαν όλοι με μια φωνή: Aya Yorgi Büyükada
Άνθρωποι από όλη την Τουρκία, σε μεγάλο ποσοστό γυναίκες, κατέφταναν λες και κάποιες μνήμες τους ωθούσαν να πάνε εκεί για να ανάψουν ένα πολύχρωμο κερί, να αφήσουν ένα τάμα, μια επιθυμία, σε έναν δικό τους άνθρωπο. Σε τι να πιστεύουν όλοι αυτοί; Τι τους κάνει κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι, να ψάχνουν αποκούμπι σε κάτι «ξένο» και εντελώς διαφορετικό προς την επίσημη θρησκεία τους;
Ίσως σε μερικούς που έμειναν εκεί και «ξεχάστηκαν» το DNA  αναμοχλεύει μνήμες και θυμούνται τι έκαναν ο παππούς και η γιαγιά…




Και αν υπάρχει ένα κριτήριο για το μέγεθος του κόσμου θα αναφέρουμε το εξής. Άλλες χρονιές η ουρά ξεκίναγε μετά τις 8 το πρωί και το μεσημεράκι ο κόσμος αραίωνε σιγά σιγά…
Χτες η μεγάλη ουρά, η ατελείωτη αυτή κοσμοσυρροή, σχηματίστηκε από πολύ νωρίς το πρωί και έμεινε έτσι μέχρι τη δύση του ηλίου… Σε λίγη ώρα, ο Δήμος θα γνωρίζει και τον ακριβή αριθμό αυτών που πήγαν για προσκύνημα, αλλά οι πρώτες  εκτιμήσεις τους, κάνουν λόγο για πάνω από 100.000 κόσμο!!!
Αφού «έφυγε» ο ήλιος, έφυγαν και οι τελευταίοι και έμεινε εκεί ο Αη Γιώργης μόνος, μαζί με τους φύλακές του, να φυλάει την Ρωμιοσύνη που μέχρι σήμερα αν και ολιγομελής, επιβιώνει…
Με Αναστάσιμη Χαρά, ευχόμαστε ό,τι καλύτερο σε αυτούς που φυλάνε τα Ιερά και τα Όσια του Γένους!

Κείμενο και φωτογραφίες από το hellasforce.com
Δείτε το ολόκληρο εδώ: http://www.hellasforce.com/blog/pano-apo-100-000-tourki-chtes-ston-ai-giorgi-ton-koudouna-arithmos-rekor-vinteo/

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΙΩΑΝΝΗ

 Λένε πως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, ο οποίος βρέθηκε παντελώς άφθαρτος στον τάφο του στην Μικρασία, τόσο ο ίδιος, όσο και τα βασιλικά του ενδύματα! Όμως με τις αλώσεις των Φράγκων και των Τούρκων, χάθηκαν τα ίχνη του αγίου άφθαρτου και ολόσωμου λειψάνου, το οποίο βρίσκεται όπως φαίνεται στην Κωνσταντινούπολη, κρυμμένο, σε μυστικό σπήλαιο, το oποίο γνωρίζουν μόνο λίγοι κρυπτοχριστιανοί, που φυλούν το ιερό μυστικό για αιώνες, αναμένοντας την έγερση του μαρμαρωμένου!

Να τι είχε διηγηθεί συγκεκριμένα ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής, το οποίο πρωτακούσαμε άφωνοι πριν 14 σχεδόν χρόνια στο Άγιον Όρος από κασέτα με τη φωνή του ίδιου του γέροντα:




" ...Υπάρχει κοιμώμενος Στρατηγός ονόματι Ιωάννης, ο οποίος, τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θα υποδείξει εις τους Χριστιανούς ότι αυτός θα βασιλεύσει τώρα. Θα τους υποδείξει με το δάχτυλό του τον τόπο και θα τον καλέσουν να ηγηθεί και να βασιλεύσει εις τον ελληνικό και ορθόδοξο λαό. Και θα γίνει αυτό.

Λέει «υπάρχει αυτός ο κοιμώμενος βασιλεύς και θα αναστηθεί»!

Του λέμε «ποτέ Γέροντα; Πότε άγιε Αρχιερέα του Θεού»;

Λέει, «όταν θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος»!

Και επίσης μας είπε ότι «το δεξί του χέρι είναι στη λαβή του σπαθιού! Το οποίο σπαθί είναι μες στην θήκη».

Και μας έλεγε «όταν το σπαθί βγει από τη θήκη του, τότε θα αρχίσει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος».

Και εμείς από την περιέργεια μας του λέγαμε:

«Σεβασμιότατε πόσο απέχει το σπαθί από την θήκη»;

«Ολίγοι πόντοι εναπέμειναν για να βγει» λέει..."!

Η αποκάλυψη αυτή του Αρχιερέως Ιεροθέου έγινε λίγο πριν τα γεγονότα του Πογκρόμ του 1955 σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ζώντος του οσίου Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή του Σπηλαιώτη, ο οποίος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1959 μ.Χ..
Από : http://anekshghta.blogspot.it/2014/04/blog-post_2439.html

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΘΑ ΕΓΕΡΘΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ

Θα εγερθεί ο Βασιλεύς, που το όνομα στην αρχή έχει το ''Ι'' και στο τέλος το ''ς'':
Ιωάννης

''Δεύτε άπαντες πιστοί,
τώ τάφω του βασιλέως Ιωάννου προσέλθωμεν,
και ίδωμεν νοητώς θαύμα,
φρικτόν και παράδοξον,
τους όρους υπερβαίνον της φύσεως
του τάφου γαρ ανοιγέντος,
άρρητος ευωδία, συν ημίν και χάριτι, εξεπέμπετο,
και ο νεκρός του βασιλέως ωράθη,
ουκ εις οστέα λελυμένος, ου μέλας την χρόαν,
ου νεκρικόν φέρων σύμβολον,
αλλά σύσσωμος όλος και φαιδρός,
ως επί θρόνου βασιλικού καθεζόμενος.
Ω δόξης ουρανίου!
ης περ ηξίωται ο ευσεβέστατος άναξ
και νυν πρεσβεύει αδιαλείπτως υπέρ των ψυχών ημών.''
(Νικόδημος ο Αγιορείτης)

 

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ο ΞΕΝΟΣ


ΣΤΙΧΟΙΜΑ στίχοι:

Είναι η Οδύσσεια απ'του πλοίου τη κουβέρτα
κατέβηκε στον Πειραιά και του δωσαν μια τέντα
τους ρώτησε αν ήρθαν οι φίλοι του και τ'αδέρφια
και του παν μακρυά απο δώ κάπου στα Φιλαδέλφεια
τον ρώτησαν ποίοι είσαστε εγγόνια ποιών προγόνων
και απάντηση είμαστε Έλληνες τριών χιλιάδων χρόνων
και έσφιξε μέσα στα χέρια του χώμα και δυο πέτρες
αυτές που σπέρνουν πρόσφυγες και εκεί φυτρώνουν τέντες
και οι τέντες γίνανε φωνές μικρών παιδιών στους δρόμους
και οι φωνές γίναν φωτιές απ τη δουλειά στους ώμους
και άκομα στο κεφάλι του του πλοίου οι κουβέντες
εδω μας φέραν Έλληνες ή εδω μας στείλαν φέτες
και πες γιατι μας βρίκσει αλλού το πρώτο φως της μέρας
ποια Ιφιγένεια σκότωσαν για να φυσήξει αέρας
πόσοι στα στήθια φεύγοντας έκρυψαν την σημαία
ποσό κοστίζει ο άνθρωπος και πόσο μια ιδέα
ναι,τον είδανε να αναρωτιέται μεσ'τη μνήμη μου
κάθε φορά που μου'ρχεται η εικόνα εκείνη που
μετά το γκολ και όπως φλεγότανε το πέταλο
αυτός κρατούσε μια σημαία με έναν Δικέφαλο
Αρχή το ήμισυ ήμισυ το έτερον
τον είπαν ξένο αλλά αυτός ήταν τεμέτερον
πυρρίχιος χορός μετά απο νικητήριο
στην Πίνδο ήρωας και αντάρτης στον εμφύλιο
τους είχε φέρει δώρο τον πολιτισμό του
που ακούστηκε σαν μουσική απ'το προσφυγικό του
εκεί κλεισμένος γιατί ήταν ένας ξένος
και ο ξένος έγινε αδερφός και ο αδερφός μας ξένος
είναι η Οδύσσεια απ'του πλοίου την καρίνα
ο κόσμος έγινε Αϊβαλί και η Σμύρνη έγινε Αθήνα
και εκείνον μάλλον από την ιστορία τον διαγράψανε
σαν ένα μέρος πληθυσμού που ανταλλάξανε
το βλέμμα κάτω πάντα περπατούσε βιαστικά
ξυπόλητος και γύρω αγκάθια εθνικιστικά
άλλα συγχώρεσε και άλλα πολλά τα ξέχασε
και έφτιαξε άλλο κόσμο από τον κόσμο που έχασε
ο ξένος είναι εδώ περίπου χρόνια εκατό
η μνήμη έγινε σπόρος και ο σπόρος έλατο
και εχθές καθόταν με έναν φίλο μου στο πέταλο
με Τούμπα λίμπρε και στα στήθια έναν Δικέφαλο
Και δεν σταμάτησε να ταξιδεύει γρήγορα
και δεν φοβήθηκε εχθές να δει το σήμερα
είναι ο ξένος που είπαν θα φύγει γρήγορα
ο ξένος που έφτιαξε κάτι απο το τίποτα
τον είδανε στη Δεκελείας ξημερώματα
και στην πλατεία που έπαιζε με τα χώματα
είναι ο ξένος που θέλαν να φύγει γρήγορα
ο ξένος που θέλαν να φύγει μα μένει ως σήμερα

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ


 Του Παύλου Νιρβάνα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ΠΕΤΡΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ)

<<Eις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Mικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Kεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Tούρκοι Tσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Kαι καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Tούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Tσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον. Tου ετσάκισε το ποδαράκι του. Kαι ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. O μικρός Tσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Aλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Kαι εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.
Tα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Eδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Aλλά πώς; Mόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Kαι με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον. Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Tσέτες της γειτονιάς. Eις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.
Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. O μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Kατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν. Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Kαι επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.
Mαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
Kαι, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Aλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Mία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Oι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του. Tα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Oι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Aγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Kαι, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.
Tο καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
O μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Kαι έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Aλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Tσίου-τσίου!
Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα. Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.>>

Αν θέλουμε να μάθουμε ν' αγαπάμε πρέπει να αρχίσουμε από τα πολύ μικρά, αυτά που συνήθως δεν πέφτουν στην αντίληψη μας,.... αυτά που συνήθως δεν δίνουμε σημασία....

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΟΝΩΝ ΚΡΙΣΙΣ


Μια μέρα εμφανίσθηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.

Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη...
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.
Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι . 500 ευρώ! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως . ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου.
Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!…
Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι.
Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να . ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν . με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στην θέση τους; Τι θα κάνεις εσύ;
Πηγή: http://olympia.gr/