ΠΟΛΗ - ΠΟΝΤΟΣ - ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ Α.Ε.Κ. ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ο ΞΕΝΟΣ


ΣΤΙΧΟΙΜΑ στίχοι:

Είναι η Οδύσσεια απ'του πλοίου τη κουβέρτα
κατέβηκε στον Πειραιά και του δωσαν μια τέντα
τους ρώτησε αν ήρθαν οι φίλοι του και τ'αδέρφια
και του παν μακρυά απο δώ κάπου στα Φιλαδέλφεια
τον ρώτησαν ποίοι είσαστε εγγόνια ποιών προγόνων
και απάντηση είμαστε Έλληνες τριών χιλιάδων χρόνων
και έσφιξε μέσα στα χέρια του χώμα και δυο πέτρες
αυτές που σπέρνουν πρόσφυγες και εκεί φυτρώνουν τέντες
και οι τέντες γίνανε φωνές μικρών παιδιών στους δρόμους
και οι φωνές γίναν φωτιές απ τη δουλειά στους ώμους
και άκομα στο κεφάλι του του πλοίου οι κουβέντες
εδω μας φέραν Έλληνες ή εδω μας στείλαν φέτες
και πες γιατι μας βρίκσει αλλού το πρώτο φως της μέρας
ποια Ιφιγένεια σκότωσαν για να φυσήξει αέρας
πόσοι στα στήθια φεύγοντας έκρυψαν την σημαία
ποσό κοστίζει ο άνθρωπος και πόσο μια ιδέα
ναι,τον είδανε να αναρωτιέται μεσ'τη μνήμη μου
κάθε φορά που μου'ρχεται η εικόνα εκείνη που
μετά το γκολ και όπως φλεγότανε το πέταλο
αυτός κρατούσε μια σημαία με έναν Δικέφαλο
Αρχή το ήμισυ ήμισυ το έτερον
τον είπαν ξένο αλλά αυτός ήταν τεμέτερον
πυρρίχιος χορός μετά απο νικητήριο
στην Πίνδο ήρωας και αντάρτης στον εμφύλιο
τους είχε φέρει δώρο τον πολιτισμό του
που ακούστηκε σαν μουσική απ'το προσφυγικό του
εκεί κλεισμένος γιατί ήταν ένας ξένος
και ο ξένος έγινε αδερφός και ο αδερφός μας ξένος
είναι η Οδύσσεια απ'του πλοίου την καρίνα
ο κόσμος έγινε Αϊβαλί και η Σμύρνη έγινε Αθήνα
και εκείνον μάλλον από την ιστορία τον διαγράψανε
σαν ένα μέρος πληθυσμού που ανταλλάξανε
το βλέμμα κάτω πάντα περπατούσε βιαστικά
ξυπόλητος και γύρω αγκάθια εθνικιστικά
άλλα συγχώρεσε και άλλα πολλά τα ξέχασε
και έφτιαξε άλλο κόσμο από τον κόσμο που έχασε
ο ξένος είναι εδώ περίπου χρόνια εκατό
η μνήμη έγινε σπόρος και ο σπόρος έλατο
και εχθές καθόταν με έναν φίλο μου στο πέταλο
με Τούμπα λίμπρε και στα στήθια έναν Δικέφαλο
Και δεν σταμάτησε να ταξιδεύει γρήγορα
και δεν φοβήθηκε εχθές να δει το σήμερα
είναι ο ξένος που είπαν θα φύγει γρήγορα
ο ξένος που έφτιαξε κάτι απο το τίποτα
τον είδανε στη Δεκελείας ξημερώματα
και στην πλατεία που έπαιζε με τα χώματα
είναι ο ξένος που θέλαν να φύγει γρήγορα
ο ξένος που θέλαν να φύγει μα μένει ως σήμερα