Το παρακάτω είναι μια λαϊκή αφήγηση για τις τελευταίες ώρες ενός ανώνυμου Ελληνα πολεμιστή στα τείχη της Πόλης. Εντυπωσιάζει η χρονολογική ακρίβεια των γεγονότων, έτσι όπως έχει σωθεί σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα και η παραστατικότητα με την οποία μιλάει ο συγκεκριμένος, ο οποίος τελικά πρέπει να διασώθηκε.
Aπό αυτή την μαρτυρία και από άλλες όπως του Ρωσικού Χρονικού και του
Χρονικού της Αλωσης του Φραντζή, οι Τούρκοι μπήκαν στη Πόλη μεταξύ 19.30 και 20.00 το απόγευμα της 29ης Μαΐου 1453, ακριβώς 561 χρόνια πριν.
"Πλησιάζει η ενδέκατη ώρα της ημέρας. Φοβάμαι. Τα δόντια μου τρίζουν κάθε φορά που ακούγεται μια δυνατή ομοβροντία. Το βλήμα ταξιδεύει στον αέρα και πέφτει πάνω στα τείχη σκορπίζοντας τους ηρωικούς υπερασπιστές τους. Το σφύριγμά του δεν είναι προειδοποιητικό –είναι το τραγούδι της φωτιάς πριν πέσει στα κεφάλια μας. Ίσως το επόμενο κεφάλι να ‘ναι το δικό μου.
Για 56 ολόκληρες μέρες μας σφυροκοπάνε οι Οθωμανοί από τη στεριά και τη θάλασσα. Εμείς λιγοστεύουμε μέρα με τη μέρα, ενώ αυτοί μαζεύουν στρατό από όλες της πλευρές και μας σφίγγουν μέσα στα τείχη σαν τη θηλιά στο λαιμό. Σήμερα βρέχει ασταμάτητα από το πρωί και μια πυκνή ομίχλη έχει θρονιαστεί πάνω στην Πόλη. Κακό σημάδι. Το Χρυσό Κέρας έχει χαθεί από τα μάτια μας.
Καθώς σουλατσάρουν ανενόχλητα στα νερά του τα πλοία του εχθρού, το μόνο που φαίνεται είναι η φωτιά που φτύνουν τα κανόνια όταν βαράνε. Πίσω μου οι Βλαχερνές είναι παραδοσμένες στον καπνό και τη σκόνη. Παντού πτώματα και οδυρμοί.
Τα σοκάκια γέμισαν θρήνους και όσοι μείναμε να πολεμάμε έχουμε θεριστεί από την πείνα, τη βρώμα, την αϋπνία και τα κανόνια. Μόνο η Παναγιά των Βλαχερνών στέκεται όρθια, θαρρείς πως έχει ρίξει πάνω της ο Θεός ένα βέλο που την προστατεύει.
Με το ηθικό μας να ‘χει γίνει σμπαράλια, ευτυχώς υπάρχει και η Παναγιά να μας κρατάει όρθιους στην άνιση τούτη μάχη. Βγάζω το σταυρό από το στήθος και τον φιλάω. Σφίγγω γερά τη σπάθα μου και την καρδιά μου για ν’ αντέξω.
Πλησιάζει η μέση της μέρας. Για μια στιγμή τα κανόνια σιωπούν. «Στα τείχη, στα τείχη γρήγορα!» ακούγεται η βροντερή κραυγή του γενοβέζου στρατηγού Ιουστινιάνη, καθώς πετάγεται όρθιος με το ξίφος στο χέρι. Οι Οθωμανοί απλώνουν σκάλες στα τείχη μας που έχουν χαμηλώσει και μας πιέζουν. «Κρατάτε γερά ορέ Ρωμιοί!» φωνάζει καθώς αποκρούουμε τα κύματα των γεννίτσαρων που προσπαθούν με λύσσα να μας απωθήσουν.
Σκαρφαλώνουν στα τείχη κι εμείς από πάνω τους ρίχνουμε καυτό λάδι και φωτιά, μα αυτοί, σαν να τους σπρώχνει ένα αόρατο χέρι, δεν εγκαταλείπουν, ούτε σκιάζονται, κατεχόμενοι από μια μανία απάνθρωπη πεθαίνουν με οργή στα μάτια, όχι με φόβο.
Κάθε φορά τους νικάμε, κάθε φορά ξανάρχονται όλο και περισσότεροι, σαν τα κύματα της θάλασσας που φουρτουνιάζει και δεν την βαστάει ο μόλος. Εμείς αντέχουμε, μα οι νίκες αυτές δεν φτάνουν για να μας ανεβάσουν το πεσμένο ηθικό, φαντάζουν προσωρινές μπρος στο κακό που έχει σκύψει από πάνω μας και μας πλακώνει. Φοβάμαι κι εγώ, φοβούνται κι όλοι δίπλα μου, ο φόβος μας μυρίζει στον αέρα και φτάνει στις μύτες των Οθωμανών.
Τα αδύναμα τείχη αυτά είχαν προδώσει την Πόλη πριν από 250 χρόνια, όταν οι Φράγκοι είχαν πάρει την Πόλη. Οι εχθροί μας το ξέρουν, γι’ αυτό τώρα το χτυπούν με τα μεγάλα κανόνια τους. Και τι δεν έχουν δοκιμάσει για να μπουν στην Πόλη οι εχθροί…
Μέρες και νύχτες έσκαβαν Σέρβοι σκαφτιάδες ν’ ανοίξουν σήραγγα κάτω από τα τείχη, αλλά ανακαλύψαμε το κόλπο τους και τους σακατέψαμε. Από όλη την Ανατόλια έστειλαν άτακτους βαζιβουζούκους σαν πρόβατα σε σφαγή, αφού ήμασταν καλά ταμπουρωμένοι και τους διαλύσαμε. Κατάφεραν όμως να πάρουν τον Γαλατά και να κόψουν τις προμήθειες που μας έφερναν οι Γενοβέζοι με τα πλοία τους. Τότε μπήκαν στο Χρυσό Κέρας και από τότε μας χαλάνε τα τείχη πέτρα την πέτρα.
Ο ήλιος έχει περάσει από την μέση. Πρέπει να πλησιάζει απόγευμα. Οι γεννίτσαροι μας έχουν ζώσει από κάτω. Κάτι ετοιμάζουν.
Σε λίγο βραδιάζει. Λες να γλιτώσουμε και σήμερα; Αλλά πώς; Μια γερή κανονιά είχε γκρεμίσει το τείχος πάνω από την Κερκόπορτα και την άνοιξε. Όταν το κατάλαβαν οι Οθωμανοί, ξεχύθηκαν μέσα στην Πόλη.
Πρώτος ο Ιουστινιάνης ορμά στη μάχη μαζί με τα πρωτοπαλίκαρά του για να σπρώξουν τους Οθωμανούς έξω από τα τείχη. Ανταμώσαμε τους γεννίτσαρους μέσα στα χαλάσματα και ήρθαμε στα χέρια. Πίσω τους ακολουθούν εκατοντάδες άλλοι κραυγάζοντας, ενώ εμείς είμαστε μια χούφτα πολεμιστές.
Οι κατάφρακτοι εφορμούν μέσα στη μάχη, τα άλογα πατάνε πάνω σε πτώματα αλλά εκεί τους περιμένουν με κοντάρια οι Οθωμανοί και τους ανακόπτουν. Δίχως ορμή οι καβαλάριδες μέσα στη μάχη παλεύουν να σταθούν, αλλά με τα χέρια και τις λόγχες τους πετάνε κάτω.
Ο φόβος πλέον έχει κυριεύσει τα κορμιά μας που τρέμουν και σαν κλοτσιά στο στομάχι μας καλεί η φυγή, να φύγουμε όλοι, να ζήσουμε λίγο ακόμα, να κατεβάσουμε τα όπλα και να παραδοθούμε στον εχθρό μήπως δείξει επιείκεια και μας αφήσει να ζήσουμε. Η Πόλη όμως μας κοιτά και βασίζεται πάνω μας. Πρέπει να πολεμήσουμε. Για την Πόλη. Για τον Αυτοκράτορα. Για το Θεό μας.
Ξαφνικά ο Ιουστινιάνης πέφτει κάτω βαριά τραυματισμένος από μια λόγχη στο πλευρό. Οι Γενοβέζοι τρομάζουν βλέποντας τον ατρόμητο αρχηγό τους στα αίματα και κάνουν πίσω. Είναι πολλοί οι εχθροί και δεν τους βαστάμε άλλο.
Πισωπατάμε και πέφτουμε ένας ένας. Τα πρώτα λάβαρα των Οθωμανών στήνονται πάνω στα τείχη. Τότε από άκρη σε άκρη η τρομακτική είδηση φτάνει σε όλη την Πόλη. «Η Πόλις Εάλω».
Ο ήλιος αρχίζει να δύει και μαζί του κι εμείς. Πόλη την λένε επειδή είναι η ομορφότερη πόλη του κόσμου. Ο Γαλατάς, η Πέρα, ο Βόσπορος και η Αγιά Σοφιά θα μείνουν θύμησες να ταξιδεύει ο νους μου εκεί στον κάτω κόσμο και να φχαριστιέται.
Δεν με βαστά το βάρος του σπαθιού και η πανοπλία με κουράζει.
Ας βγάλω την περικεφαλαία ν’ αντικρύσω καλά για τελευταία φορά την Πόλη.
Ας γονατίσω περιμένοντας τη μοίρα μου.
Δεν θα την ξαναδώ ποτέ"...
Πηγή : http://www.anti-ntp.net/2014/05/29-1453-2000-vid.html