Στη Σμύρνη σα μιας πιάσανε
ήταν Σάββατο βράδυ.
Εις το Κισλά μας πήγανε
χτυπώντας και τροχάδη.
Απ' το Κισλά μας πήρανε
χιλιάδες δεκαπέντε
κι ώσπου να παμ' στη Μαγνησιά
μείναμε μόνο πέντε.
Στην έρημη τη Μαγνησιά
Οτσίρ γκιαούρ!
Τσικάρ παρά...
Γιοκ εφέντη μου, παρά!
Και μας καρφώναν
τη λοχιά......
Είναι από τα αυτοσχέδια τραγούδια και τις διηγήσεις των ''τυχερών'' επιζώντων αιχμαλώτων για όσα ακολούθησαν μετά τη συγκέντρωση στη πλατεία της Σμύρνης. Είναι οι ελάχιστοι των 150.000 που με διαταγή του Νουρεντίν συγκεντρώθηκαν στη πλατεία μπροστά στο Κονάκι, με τα αποκαΐδια της όμορφης Σμύρνης να σκεπάζουν με τη μυρωδιά τους τον αέρα. Το μετά θα το δούμε μέσα απο τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών μαρτύρων: '' Η ιστορία ενός αιχμαλώτου'' του Δούκα, το ''Νούμερο 31328'' του Βενέζη, τις μαρτυρίες των διασωθέντων που τόσο γλαφυρά προβάλει το blog Απόγονοι Μικρασιατών http://apogonoimikrasiaton.blogspot.it/p/blog-page_6.html
Κοπάδια ανθρώπων συνεχίζουν και καταφθάνουν κυρίως στην πρωτεύουσα. Η κατάσταση των απελπισμένων προσφύγων αποτελεί καθημερινό θέμα για τον αθηναϊκό τύπο. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ:
<< Σελίς μυθιστορήματος. Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν του Μοναστηρίου εσημειώθη χθες το απόγευμα η εξής μυθιστορηματική σκηνή:
Δύο προσφυγόπουλα, πωλούντα κουλούρια εις τον σταθμόν, τη στιγμήν ακριβώς που είχε φθάσει η αμαξοστοιχία από τον Πειραιά και η αίθουσα είχε γεμίσει από τους ανερχόμενους επιβάτας, εξεκρέμασαν με ταυτόχρονον έξαλλον κίνησιν τους ταβλάδες από τον λαιμόν των, τους επέταξαν κάτω και αφήκαν να κυλισθούν τα κουλούρια των εις το έδαφος, ως να είχαν καταληφθεί από αιφνιδίαν παραφροσύνην.
Και τα δύο παιδάκια έπεσαν εις τας αγκάλας ενός ανθρώπου που είχεν αναβεί και αυτός μαζί με τους άλλους επιβάτας και τον έσφιγγαν και τον φιλούσαν, ενώ και εκείνος, με δάκρυα εις τα μάτια έσφιγγε και φιλούσε εις τα μάγουλα, τα μάτια, τα μαλλιά, τους δύο μικρούς. Προφανώς ήτο ο πατέρας των, που θα τον θεωρούσαν χαμένον, όπως και αυτός θα εθεώρει χαμένα τα παιδιά του. Και το συγκινητικόν σύμπλεγμα, μέσα εις την πεζότητα του σιδηροδρομικού σταθμού, ήτο ως μία σελίς αποσπασθείσα από κάποιο μυθιστόρημα περιπετειών της ρομαντικής σχολής. (Εστία 27/05/1923) >>
Μικρά χαμένα απροστάτευτα αγγελάκια έχουν γεμίσει τους δρόμους, κάνουν τα πάντα για να μπορέσουν να βγάλουν λίγες δεκάρες. Ο Παύλος Νιρβάνας στο βιβλίο ''ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ'' περιγράφει το 24ωρο ενός μικρού στη Δραπετσώνα του 1924
<< το Αρμενάκι κουβαλάει ψώνια το πρωί, μετατρέπεται σε λούστρο την υπόλοιπη μέρα, χορεύει αρμένικους χορούς στο ρώσικο μπαρ του Νέου Φαλήρου το βράδυ και φτιάχνει σουραύλια στην παράγκα του μέχρι τις τέσσερεις το πρωί, που τα πουλάει στις πλατείες και στις γωνιές των δρόμων, εκείνες που δεν τις φτάνει ο αστυνόμος......>>
Πολλά από τα μικρά παιδιά χάνονται μέσα στην Αθήνα, όπου γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης κάθε είδους. Χαρτιά σε κολώνες και τοίχους εμφανίζονται, ''Απωλέσθη επί της οδού Πατησίων κοράσιον ετών 8, ονόματι Αναστασία Μάρκου εκ Μικράς Ασίας, κόρη θετή καλής οικογενείας, όχι υπηρέτρια, ο ευρών παρακαλείται να την παραδώσει εις την Αστυνομίαν.''
Τον Σεπτέμβρη του 1924 οι αθηναϊκές εφημερίδες εγκαινιάζουν την στήλη ευρέσεως εργασίας εκ μέρους των προσφύγων:
''Κύριος σοβαρός, πρόσφυξ, ζητεί να παραδίδη πιάνο εντός της οικίας, προ παντός εις παιδιά, με απολαβήν του ύπνου και του φαγητού μόνον. Γράψατε....''
''Νέος πρόσφυξ, απόφοιτος Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής, ζητεί οιανδήποτε εργασίαν.''
''Έμπειρος υπάλληλος, πρόσφυξ, της μανιφατούρας και κιγκαλερίας ζητεί θέσιν.''
Λίγο αργότερα εμφανίζονται και ΟΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Που να βρίσκεται ο Πατέρας, ψάχνει η Μάνα για Παιδιά
Μας εσκόρπισε ο αγέρας σ' άλλη Γη σ' άλλη στεριά
Αυτές οι αγγελίες που πρωτοεμφανίστηκαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς, στις εφημερίδες και τον Ερυθρό Σταυρό μετά, σημάδεψαν τη ζωή πολλών από εμάς. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ του αγαπημένου προσώπου, ο ανήφορας μιας ζωής ψάχνοντας το φως στο σκοτάδι, η έννοια και η ελπίδα που συνόδεψαν χρόνια τη καρδιά της μάνας, του πατέρα, του παιδιού, Που να είναι άραγε; Ζούν; Μήπως έπαθαν κακό; Κάνε Παναγίτσα μου να είναι καλά...
Έτσι άρχισε η οδύσσεια χιλιάδων ανθρώπων...'' Η Μερούνα Μαυροθαλασσίτου αναζητεί τον υιόν της Βασίλη Μαυροθαλασσίτη, 18 ετών, εξ Αϊβαλί Μικράς Ασίας. Παρακαλώ ειδοποιήσατε προσφυγικήν κατασκήνωσιν εις Δημοτικόν Θέατρον Αθηνών, Β' πάτωμα....''
Πάντα θα θυμάμαι τα μεσημέρια στο ραδιόφωνο, αρχές της δεκαετίας του '60, τις αναζητήσεις μέσω Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Μεσημέρι πριν τις ειδήσεις, η πιο ευλαβική, η πιο κατανυκτική ώρα της μέρας. Σιωπηλά πρόσωπα πάνω από ένα ραδιόφωνο. Σταμάταγαν τα πάντα, σταμάταγε όλη η φύση, απόλυτη σιγή, μόνο η σταθερή φωνή του εκφωνητή σκέπαζε τα πάντα.
''Η Αικατερινή Σφυρλή εκ Σμύρνης αναζητεί τον γιό της Δημήτρη Σφυρλή ετών 7, τελευταία φορά εθεάθη εις την Προκυμαίαν της Σμύρνης, έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Ο Δημήτρης την μέρα της εξαφάνισης φορούσε κοντό σκούρο πανταλόνι και μπλέ σκούρο πουκάμισο. Όποιος γνωρίζει κάτι να επικοινωνήσει με τη Διεύθυνση του ΕΕΣ''
Μια πίσω απ' την άλλη περνάγανε οι αγγελίες, άκουγες προσεκτικά αυτές των άλλων και περίμενες τη δικιά σου. Θα την ακούσει κανείς που να ξέρει; θα έρθει και σε μας το πολυπόθητο τηλεγράφημα; θα βγάλει ανακοίνωση το μεγάφωνο της κοινότητας να μας ειδοποιήσει; Ενδόμυχα και με το παρακάλι στον Ύψιστο, περίμενες τη θαυματουργή στιγμή.
Σε ορισμένους ήρθε, σε άλλους δεν ήρθε ποτέ. Μάνες έκλεισαν τα μάτια χωρίς να ξαναδούν το σύζυγο και τα παιδιά. Αλλά και πριν το τέλος τις άκουγες να λένε, ''το ξέρω ότι ζούνε''. Η ελπίδα δεν πέθαινε ποτέ, την πήραν μαζί τους στο στερνό τους ταξίδι.
Η ατέρμονη ιστορία των αναζητήσεων συγκλόνισε την Ελλάδα, η 7η τέχνη μετέτρεψε σε ταινίες τις οδύσσειες των προσφύγων. Στη δεκαετία του '60 η ΚΛΑΚ Φιλμς σε σκηνοθεσία Απόστολου Τεγόπουλου προβάλει τη ''διλογία'' ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ και την ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΥ. Πρωταγωνιστής το αγαπημένο παιδί του Λαού, ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Ο Ξανθόπουλος γεννήθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα από Πόντιους γονείς. Στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της Α.Ε.Κ. ''του Σωματείου των Προσφύγων'' όπως ήταν γνωστός ο Σύλλογος μας εκείνα τα χρόνια.
Σήμερα σαν φόρο τιμής θα θυμίσω στα αδέρφια Ενωσίτες τις ταινίες αυτές, ταινίες ασπρόμαυρες, όπως η ζωή των ανθρώπων που ζούσαν εκείνα τα χρόνια......